τριθάλασσος

τριθάλασσος
-η, -ο / τριθάλασσος, -ον, ΝΑ, και αττ. τ. τριθάλαττος, -ον, Α
(για τόπο) αυτός που περιβρέχεται από τρεις θάλασσες («τριθάλαττος ἡ Βοιωτία», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ὑπερ-θάλασσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριθάλαττος — τριθάλασσος of three seas masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριθάλαττος — ον, Α (αττ. τ.) βλ. τριθάλασσος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”